- αναχαίτισμα
- το (Α ἀναχαίτισμα)αναχαίτιση, σταμάτημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναχαίτιση — αναχαίτιση, η και αναχαίτισμα, το και αναχαιτισμός, ο συγκράτηση, εμπόδισμα: Η αναχαίτιση του πληθωρισμού είναι έργο δύσκολο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)