αναχαίτισμα

αναχαίτισμα
το (Α ἀναχαίτισμα)
αναχαίτιση, σταμάτημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναχαίτιση — αναχαίτιση, η και αναχαίτισμα, το και αναχαιτισμός, ο συγκράτηση, εμπόδισμα: Η αναχαίτιση του πληθωρισμού είναι έργο δύσκολο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”